ακροδάχτυλο

ακροδάχτυλο
το
η άκρη του δάχτυλου: Τρύπησα το ακροδάχτυλό μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακροδάχτυλο — το βλ. ακροδάκτυλο …   Dictionary of Greek

  • ακροδαχτυλάκι — το [ακροδάχτυλο] μικρό ακροδάκτυλο …   Dictionary of Greek

  • ακροδαχτυλιά — η [ακροδάχτυλο] δαχτυλιά, κηλίδα που έγινε με την άκρη τού δαχτύλου …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”